πιλημάτων

πιλημάτων
πίλημα
compressed wool
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πίληση — η / πίλησις, ήσεως, Ν ΜΑ [πιλώ (Ι)] η τέχνη τής κατασκευής πιλημάτων, το ξάσιμο, ο καθαρισμός και η συγκόλληση με πίεση βρεγμένου μαλλιού και τριχών ζώων με τη χρησιμοποίηση και άλλων ουσιών αρχ. 1. η συμπύκνωση, η στερεοποίηση, κυρίως η συστολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”